Και ενώ θα περίμενε κανείς να έχει ωριμάσει η ανθρωπότητα, μετά από αιώνες αγώνων, παλινδρομήσεων, αναθεωρήσεων, και μιας -άλλοτε καλπάζουσας, άλλοτε κοιμώμενης και ενίοτε(;) χειραγωγημένης- εξέλιξης, φτάνουμε στο σήμερα με άδειες τσέπες και τρύπια συνείδηση. Περιπλανηθήκαμε (στην κυριολεξία) στο διάστημα, αλλά το παιχνίδι αυτό ήταν ακριβό χωρίς αντίκρισμα. Η ίδια επιθυμία για αναζήτηση πέρα από το γήινο,  μας  πήγε στα άστρα, άπιαστα όμως παρέμειναν κι έτσι ο μαγικός κόσμος των ναρκωτικών ήρθε να καλύψει το κενό. Μια έκρηξη αγάπης και παγκοσμιοποίησης επιχείρησε να μας καταλάβει. Ήταν μικρής εμβέλειας, μεταδόθηκε στον πλανήτη ως μόδα τελικά, ναρκώθηκε, χλευάστηκε, έγινε γραφική. Ποιους λέμε χίπις;

Αφού έγινε κι αυτό μια μικρή γωνιά από ψηφίδες στο αχανές  παζλ  της ανθρώπινης ιστορίας, ήρθε ένα είδος ψυχαναγκαστικής ωρίμανσης. Όπως μετά την εφηβεία, ανεξάρτητα αν έχει ωριμάσει κάποιος ή όχι, απαιτούν όλοι να φέρεται ως τέτοιος. Κι έτσι η σοβαροφάνεια κάλυψε το έλλειμμα  της αυτογνωσίας και η αυτοβελτίωση αποκοιμήθηκε κάτω απ’ το ατσαλάκωτο κοστούμι,  μέχρι που το κοστούμι έγινε αυτοσκοπός. Αυτή ήταν και η χρυσή ευκαιρία για όλα τα αστραφτερά ινδάλματα να γίνουν ποθητά. Η οικονομική άνεση και η κοινωνική καταξίωση σε σετάκια υπέρβασης,  όχι μόνο των φυσικών ορίων του ανθρώπου αλλά και των αρχών του.   Κάπου εδώ ήταν που αφεθήκαμε να πλέουμε φιλήδονα στα καταναλωτικά μας σκουπίδια. Η αλλοτρίωση βαθειά, τα αναγνωρίζαμε ως στολίδια. Ο νόμος της ζούγκλας, ο ισχυρότερος μέχρι τώρα. Δεν αφήσαμε αβίαστο ούτε ένα κομμάτι γης, θάλασσας, αέρα, ζώντων και μη. Η υπερδραστηριότητα, ο επεκτατισμός, η δίψα για κατοχή. Η εξουσία. Το πιο πονηρό δέλεαρ. Το πιο άδειο πουκάμισο…

Απασχολημένοι λοιπόν, με την αυτοϊκανοποίηση ή -τουλάχιστον- με το κυνήγι της, ο πλανήτης έπαψε να είναι στρόγγυλος, ισοπεδώθηκε. Χαράχτηκαν βαθιές γραμμές, τα αληθινά σύνορα, που δε βλέπουμε σε κανένα συνηθισμένο χάρτη. Χωρίστηκαν οι άνθρωποι σε πλούσιους και φτωχούς περισσότερο απ’ ότι θα έπρεπε να επιτρέπει η συνείδησή μας. Αυτή που διαγνώστηκε τρύπια. Ένα μικρό κομμάτι μας θίχτηκε, φιλανθρωπόμορφο τέρας τάιζε τ’ ανοιχτά στόματα. Αλλού ψίχουλα, αλλού διαμάντια. Η ομογενοποίηση των πάντων, η νέα παγκοσμιοποίηση άρχισε να βάζει στην ίδια ζυγαριά, τα «θέλω» με τα «είμαι». Ξεφύτρωσαν δεκάδες θεωρίες που επιτέθηκαν στα «εγώ» ως τους κύριους υπαίτιους αυτής της κατολίσθησης. Το νέο κοστούμι, η ομαδικότητα. Ακόμη πιο δόλιο. Ανταποκριθήκαμε άμεσα και καθολικά. Ο πλανήτης γέμισε ομάδες όλων των ειδών. Τα κομμάτια τους, απενοχοποιημένες μονάδες που βρήκαν γιατρειά απ’ τα θραύσματα της συνείδησης και της ευθύνης. Η ομάδα έχει την ευθύνη. Αυτή συναλλάσσεται και ενεργεί. Έχει πλέον τον έλεγχο. Ο άνθρωπος ποδοπατημένος από την αποτυχία του ν’ ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες και να γίνει ένας ακόμη πλούσιος  ή ένας φτωχός με αξιοπρέπεια, αναγκάστηκε να κρυφτεί στις ομάδες. Οι εξαιρέσεις και οι θεωρίες τους έγιναν οι νέοι γραφικοί. Ο χρόνος αμείλικτος, δε μπορούσε παρά να ξεφτίσει όλες τις συγκαλύψεις. Ο άνθρωπος για άλλη μια φορά έμεινε γυμνός, όπως τότε, στην απαρχή των πάντων. Απαλό το δέρμα του όμως πλέον, ευαίσθητος και ευερέθιστος. Δε μπορεί να κρύψει και να κρυφτεί. Όλα έχουν ειδωθεί και όλα παρακολουθούνται. Τον έχουν υπεραναλύσει όλες οι πιθανές επιστήμες και όλες οι απίθανες θεωρίες. Είναι ένοχος.

Ένοχος και γυμνός. Νηστικός, δε μπορεί να χορτάσει με χρυσό, διψασμένος, δεν πίνει  πετρέλαιο…  Ένας μοντέρνος Μίδας. Κάθεται στο τραπέζι με τα πεπραγμένα του και ξέρει ότι έπρεπε να αγαπάει περισσότερο. Δε μπορεί όμως να παρηγορήσει το παιδί της σοκολάτας, ούτε αυτό της Συρίας. Δε μπορεί ν’ αλλάξει το κόκκινο της θάλασσας, ούτε να βγάλει το πλαστικό από το στομάχι της φάλαινας. Ο συναγερμός του λάθους τον διαπερνάει σαν ηλεκτροσόκ. Οι ομάδες που φτιάχτηκαν είναι έτοιμες για τους πολέμους τους. Φιλόζωοι, βίγκαν, φεμινίστριες, ομοφυλόφιλοι, μινιμαλιστές, οικολόγοι, εθνικιστές, φιλάνθρωποι, αλληλέγγυοι, χριστιανοί, μουσουλμάνοι, άθεοι, είναι έτοιμοι να πολεμήσουν ακόμη και για την επιλογή να είναι στη λίστα αυτή, ή ακόμη και για τη σειρά… Μια μαζική υστερία να περισωθεί ό,τι απέμεινε. Κι έτσι για άλλη μια φορά αντί ν’ ανοίξουν οι ψυχές και να μοιραστούν, ταμπουρώνονται . Διεκδικώντας το άσφαλτο. Αναζητώντας το χαμένο παράδεισο σε αμπούλες μια χρήσης. Κι όσα ζώα κι αν ταϊστούν, στοιχειώνουν τα ατάιστα, όσες σακούλες κι αν ανακυκλωθούν, πολλαπλάσιες παράγονται, κι όσο γράφουμε, τόσα δέντρα κόβονται, κι όσα…  Κι όσες βόμβες κι αν αστοχήσουν, φτάνει μια για να ξεκάνει τον κόσμο μας. Και ύστερα, είναι και οι …μέλισσες…

Τι να πρωτοαγαπήσουμε ξανά απ’ την αρχή; Ας ξεκινήσουμε συμπαθώντας το λάθος μας.

Χωρίς υστερίες. Χωρίς  να μαλώνουμε για το ποιος αγαπάει περισσότερο.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail