Χωρίς κατηγορία
Κάποτε ήμουν βασίλισσα…
Θέλω να περιπλανηθώ. Να καθυστερήσω, να κοντοσταθώ. Να σχολιάσω μέσα μου τα πλακάκια του πεζοδρομίου, να θαυμάσω το σκυλάκι που φυτρώνει στο κράσπεδο. Να φωτογραφήσω αυτές τις παράξενες λεπτομέρειες που σε κάνουν ν’ αγαπάς τον κόσμο. Να διαμαρτυρηθώ για τις άλλες που μας βασανίζουν. Να σταθώ μπροστά σε μια βιτρίνα και να σκεφτώ τον ιδιοκτήτη. Την οικογένειά του, αν έχει, να αναρωτηθώ για την ηθική του και την φερεγγυότητά του. Να κρυφοκοιτάξω μέσα, στα ανακατεμένα χαρτιά του στο ταμείο… Τα βγάζει πέρα άραγε… Προϊόντα δεν χρειαζόμαστε πια. Όλοι το ξέρουν αυτό.
Θέλω να κάνω βόλτα στην παραλία. Τη νέα, την παλιά, ακόμη κι αυτήν που είναι καταχωνιασμένη κάπου στο μυαλό μου. Να τις ενώσω· να ξεδιπλώσω τον προσωπικό μου χάρτη, για να δω όλη την εικόνα. Πέρα από τα κτίσματα και τις πέτρες. Μέσα στο καραβάκι. Κάτω από αυτό. Εκεί στα λύματα της πόλης. Να τα αναλύσω λεπτομερώς. Να μάθω πότε θα απελευθερωθώ. Πότε θα με αντιμετωπίσουν ως νοήμονα ενήλικα. Πότε θα μου επιτραπεί να ζω φυσιολογικά. Πότε θα πάψουν να με στήνουν στα τρία μέτρα. Πότε θα απαλλαχθώ από την προσωπίδα, τις μάσκες και τα αντισηπτικά. Όχι, δεν ανυπομονώ. Ο χρόνος μου είναι γεμάτος. Περνάω όμορφες στιγμές που μου τις στερούσε η ταχύτητα που ζούμε. Νιώθω όμως, ότι κάτι γίνεται λάθος. Κάτι αλλάζει μέσα μας και γύρω μας, χωρίς επιστροφή. Ένας τοίχος υψώνεται γύρω από τη δημοκρατία –αχ! ποιά είναι αυτή πάλι;
Μπορείτε, αγαπητή μου (ειρωνεύεται μια φωνή μέσα μου,) να πάτε από το Α στο Β, κατόπιν αδείας, και μετά από το Β στο Γ. Ίσως σας επιτρέψουμε να πάτε και Δ, αλλά ποτέ συνεχόμενα. Θα παίρνετε τις άδειές σας, μία μία, όπως η σταγόνες σε κείνο το απεχθές βασανιστήριο. Γιατί στερείστε της νοημοσύνης να προστατέψετε τον εαυτό σας. Είστε μια ανεύθυνη ύπαρξη, εξαρτώμενη πλήρως από το σύνολο και την εξουσία. Και όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά (μα πόσο κλισέ!). Και τότε μπερδεύομαι! Κοιτάζω τα πλακάκια του πεζοδρομίου ξανά. Δεν βλέπω διαφοροποίηση χρώματος, μόνο πατημένες τσίχλες. Δεν ξέρω και τι πιόνι είμαι! Κάποτε ήμουν βασίλισσα…
Αραβέλλα Σαλονικίδου | | Featured Articles, Καλώς ή Κακώς Κείμενα, Πεζά, Ποιήματα, Παραμιλητά, Παραμύθια..., Χωρίς κατηγορία | 0 Σχόλια
Περισσότερους pole dancers παρακαλώ!
Στην πραγματικότητα όταν αναφερόμαστε στα ποσοστά γυναικών στη διοίκηση, την επιχειρηματικότητα, την επιστήμη και δεν ξέρω που αλλού, αυτόματα παραδεχόμαστε, υπερτονίζουμε ή ίσως φανταζόμαστε μια ανισότητα* που πρέπει να εξομαλυνθεί. Προσωπικά, σχεδόν με προσβάλλει. Πού υστερεί η σύγχρονη γυναίκα και ποιός την καταπιέζει και δεν αναπτύσσεται; (!)
Η ανθρώπινη κοινωνία βρίθει ανισοτήτων. Δεν είναι όμως η γυναίκα στη ζυγαριά αλλά ο αδύναμος κρίκος. Και ο αδύναμος κρίκος μπορεί να είναι
ο φτωχός
το παιδί
ο ανάπηρος
ο ξένος
ο πρόσφυγας
ο αλλόθρησκος
ο τοξικομανής
ο γκέι
ο άρρωστος
ο γέρος…
και όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά. Οι κατά τόπους κοινωνίες καθορίζουν τον δικό τους αδύναμο κρίκο. Μερικές φορές και ο κρίκος ο ίδιος είναι ένοχος γι’ αυτό.
Δε βλέπω τίποτε χρήσιμο σε επετείους, γιορτές και παγκόσμιες μέρες του τίποτε. Οι αγώνες δεν είναι γιορτές.
Αν θέλουμε να αγωνιστούμε για κάτι, μπορούμε να το κάνουμε μια χαρά με αποδεκτή την ανομοιογένειά μας. Με σεβαστά τα προσωπικά μας χαρακτηριστικά. Τυχαία ή καθόλου τυχαία, είμαστε ο,τι είμαστε.
Δεν είμαι περήφανη που είμαι γυναίκα, όπως δεν είμαι περήφανη για τίποτε άλλο.
Απλά είμαι.
*Οι άντρες pole dancers είναι λιγότεροι απ’ ότι θα έπρεπε, δε νομίζετε;
Αραβέλλα Σαλονικίδου | | Featured Articles, Καλώς ή Κακώς Κείμενα, Πεζά, Ποιήματα, Παραμιλητά, Παραμύθια..., Χωρίς κατηγορία | 0 Σχόλια
Πεζή (με υπογεγραμμένη)
Κοίταξα στον καθρέφτη. Μου φάνηκα αδιάφορα υγιής. Σήκωσα τα φρύδια, έτριξα τα δόντια στο είδωλό μου, έκανα πως δε βλέπω τα υπόλοιπα και προχώρησα προς την πόρτα. Έριξα στους ώμους μια πρόχειρη κατάθλιψη και βγήκα έξω. Στη δεξιά τσέπη δύο κέρματα με υποχρέωσαν να παίζω μαζί τους. Και είναι βρώμικο το χρήμα…
Το κρύο δεν διαπέρασε τα ρούχα μου, δεν κρύωνα. Κατά βάθος ξέρω ότι στο πίσω μέρος του μπουφάν μου έχει δύο κορδονάκια που δείχνουν γελοία αλλά δεν είναι συγκεκριμένος ο σχεδιαστής και εξάλλου δε βλέπω τη δική μου πλάτη συνήθως. Είναι άβολο…
Έχω το κεφάλι σκυφτό όπως αρμόζει. Εκείνο το αστικό ιδεοληπτικό παιχνίδι με τα πλακάκια του πεζοδρομίου κατακλύζει το μυαλό μου. Θέλω να θυμώσω με την αδικία του κόσμου αλλά είναι πιο μικρά αυτά τα πλακάκια. Πατάω λάθος γραμμές και αποσυντονίζομαι…
Συναντάω διάφορους γνωστούς στο δρόμο. Είναι μικρή η πόλη· για τον κόσμο δεν έχω πειστεί ακόμη. Θέλω να πιάνω με τα χέρια μου τα καρφιά των σταυρωμένων. Αν δεν προσέξεις γίνονται θεοί…
Πριν λίγο έκανα εισαγωγή μια άνω τελεία. Ακόμη και η παύση μας δεν είναι δεδομένη πια. Θέλουν αναζήτηση τα σύμβολα…
Μπαίνω σε ένα κατάστημα. Αλλιώς, τη διάολο, γιατί να βγω έξω; Πίσω από τον πάγκο υπάρχουν 3-4 υπάλληλοι. Η κοπέλα χαμογελάει υπερβολικά ψεύτικα. Θα κάνει ρυτίδες κοινωνικότητας τζάμπα και βερεσέ. Άμα το καταλάβει, θα είναι αργά. Μιλάει στον πληθυντικό, αργά και υπερτονισμένα γιατί νομίζει ότι αυτό λέγεται ευγένεια. Δεν φταίει αυτή μόνο. Υπάρχει δυσκολία να γκουγκλάρεις ένα τέτοιο ερώτημα…
Μπαίνω στον πειρασμό να περάσω στο λεξικό του υπολογιστή το ρήμα γκουγκλάρω. Αλλιώς πρέπει να δαμάσω την τελειομανία μου και να πάψω να βλέπω την τρεμουλιαστή κόκκινη γραμμούλα από κάτω. Τόσος κόσμος το κάνει. Θα ρισκάρω πάλι τη μοναξιά της εξαίρεσης;
Νιώθω ότι έχω πολλά να γράψω ακόμη. Όμως οι υπολογιστές είναι αμείλικτοι. Θυμάμαι την αθωότητα των χάρτινων τετραδίων. Πουθενά δεν είχαν ρολογάκια. Κι αν είχαν ημερολόγια στις σελίδες μπορούσες να τα αγνοήσεις. Τώρα ο χρόνος πιέζει και αν κρίνω από τον πίνακα ρεφλεξολογίας, όλοι θα πεθάνουμε…
Θέλω να σκεφτώ ότι πρέπει να φύγω απ’ τη χώρα. Έτσι θα πιστοποιήσω τα λάθη των άλλων. Θα έρθω πίσω κάποια μέρα, πετυχημένος όπως στα παραμύθια και θα βλέπω μόνο στο ύψος των ματιών μου. Γιατί πιο κάτω θα είναι όλα αυτά που εγκατέλειψα. Δεν θα μετανιώσω, γιατί στο βλέμμα της μάνας μου –αν ζει- ανακατεμένα με δάκρυα θα ρέει ένα ακαθόριστο καμάρι. Όπου κι αν ήμουν θα έρεε αλλά δεν το ξέρω…
Οι σκέψεις μου βαθαίνουν… Σκοντάφτω σε μια τρύπα. Βρίζω τους τοπικούς άρχοντες. Προσπαθώ να συντηρήσω τα νεύρα μου μέχρι να φτάσω στο πληκτρολόγιο ή στο καφέ. Η κουβέντα μάς παρασέρνει εκτός χώρας. Τα λόγια μας γλιστράνε όπως το βούτυρο. Είμαστε όλοι τόσο θυμωμένοι που δεν προσέχουμε ποιος βάζει από κάτω το ψωμί…
Η ζωή δεν είναι αλλού. Είναι μικρή για να την ζεις «αλλού»…
Αραβέλλα Σαλονικίδου | | Featured Articles, Καλώς ή Κακώς Κείμενα, Πεζά, Ποιήματα, Παραμιλητά, Παραμύθια..., Χωρίς κατηγορία | 0 Σχόλια